βιβούρνο

βιβούρνο
(viburnum). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καπριφολιδών. Είναι θάμνοι αειθαλείς ή φυλλοβόλοι, σπανίως μικρά δενδρύλλια, μερικοί ιθαγενείς του ελληνικού χώρου και άλλοι της Βόρειας Αμερικής και της Κίνας. Φυτά ανθεκτικά, συχνά καλλωπιστικά, τόσο για τις διακοσμητικές, σφαιρικές ή σκιαδόμορφες ταξιανθίες και ταξικαρπίες τους όσο και για το ζωηρό και πυκνό φύλλωμά τους, ευδοκιμούν σε όλα τα εδάφη. Πολλαπλασιάζονται με σπόρο, μοσχεύματα ή παραφυάδες. Κυριότερα είδη είναι το β. η λαντάνα, θάμνος των βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, με χνουδωτά φύλλα και μικρά λευκά άνθη, κατά σκιαδόμορφους κορύμβους· ο τίνος, θάμνος αειθαλής, αυτοφυής της μεσογειακής Ευρώπης, ευρύτατα χρησιμοποιούμενος είτε για ομαδική (ψαλιδιζόμενες μπορντούρες, ελεύθερες συστάδες) είτε για μοναδική φύτευση· και το β. ο όπουλος, θάμνος των υγρών δασών της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας, με σκιαδόμορφες ταξιανθίες, τα κεντρικά άνθη των οποίων είναι κίτρινα, γόνιμα και τα περιφερειακά άγονα, με στεφάνη πιο πλατιά και λευκή. Μια ποικιλία του τελευταίου, το χιονόσφαιρο (β. το άγονο), έχει μεγάλες, λευκές, σφαιρικές ανθοταξίες, οι οποίες αποτελούνται από ισομεγέθη, άγονα άνθη και καλλιεργείται ευρύτατα για διακόσμηση των κήπων. Καλλιεργούνται επίσης για καλλωπιστικούς σκοπούς το β. το ευοσμότατο της Κίνας, με φύλλα στίλβοντα και άνθη λευκά-κρεμ εύοσμα, ενωμένα κατά σταφυλόμορφους κορύμβους, και το β. το προυμνόφυλλο της Βόρειας Αμερικής, με φύλλα ωοειδή, πριονωτά και άνθη εύοσμα κατά κορύμβους. Το βιβούρνο χρησιμοποιείται ως καλλωπιστικό για τις ωραιότατες ταξιανθίες του. Στη φωτογραφία, το είδος βιβούρνο το εριώδες. Το φυτό βιβούρνο ο όπουλος που συναντάται στα υγρά δάση της βόρειας ηπειρωτικής Ελλάδας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • χιονόσφαιρα — η, Ν 1. χιονόμπαλα 2. (οικον.) η χιονοστιβάδα 3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου μικρού δένδρου Viburnum opulus τού γένους βιβούρνο, που απαντά αυτοφυές στα ορεινά δάση τής Βόρειας Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • ψευδοδάφνη — η, Ν βοτ. παλαιότερη ονομασία τού φυτού Viburnum tinus τού γένους βιβούρνο, αλλ. άγρια δάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δάφνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

  • Σουκσίν, Βασίλι — Υπήρξε μαθητής του Τβαρντόφσκι στη Μόσχα και δημοσίευσε τα πρώτα του διηγήματα στο μοσχοβίτικο περιοδικό Νόβι Μιρ. Ως σκηνοθέτης αναδείχτηκε μια από τις πιο ζωντανές προσωπικότητες της δεκαετίας 1964 74. Τα διηγήματα του Κάτοικοι της επαρχίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”